Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Η συμβολή του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού στην ιδιωτικοποίηση ΟΤΕ - ΔΕΗ

Μια από τις βασικές αιχμές της βάρβαρης αντιλαϊκής πολιτικής είναι η επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων σε επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, όπως η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ.
Γενικά η επιχειρηματική δραστηριότητα του κράτους στο καπιταλιστικό σύστημα δεν αποτελεί μια παγιωμένη, μόνιμη κατάσταση. Τα κρατικά μονοπώλια προετοιμάζουν το έδαφος της καπιταλιστικής συσσώρευσης, σε τομείς όπου απαιτείται μεγάλο κεφάλαιο με υψηλό κίνδυνο για την κερδοφορία του, όπως στην Ενέργεια, στις Τηλεπικοινωνίες, στις Μεταφορές, στο Νερό κλπ. Πριν λοιπόν την «απελευθέρωση» στρατηγικών τομέων της οικονομίας (π.χ. Ενέργεια - Τηλεπικοινωνίες), το κρατικό μονοπώλιο σε κάθε τομέα υπηρετεί την καπιταλιστική ανάπτυξη διασφαλίζοντας την αναγκαία υποδομή για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου (π.χ. επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας), την επιτάχυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου (π.χ. πολιτική προμηθειών, μεγάλη απόκλιση μεταξύ τιμών βιομηχανικής κατανάλωσης και οικιακής κατανάλωσης κλπ.), αλλά και τη διαχείριση των λαϊκών αναγκών από τη σκοπιά των στρατηγικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης (επιχειρήσεις «κοινής ωφέλειας»).
Ωστόσο, είναι σαφές για το ΚΚΕ ότι οι παραπέρα ιδιωτικοποιήσεις θα επιδεινώσουν το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Θα οδηγήσουν στην καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, θα δυσχεράνουν τις προϋποθέσεις για την προοπτική της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.

Σε ό,τι αφορά τις άμεσες επιπτώσεις: θα έχουμε αύξηση τιμολογίων, υποσυντήρηση εγκαταστάσεων και δικτύων, με αρνητικές επιδράσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών, θα επιταθεί η απορύθμιση των ωραρίων, η συρρίκνωση των μισθών, εξέλιξη που θα χρησιμοποιηθεί ως όχημα για τη γενίκευση της εργασιακής ζούγκλας.
Στο συγκεκριμένο κείμενο δεν έχουμε στόχο να αναλύσουμε σε βάθος το χαρακτήρα των ιδιωτικοποιήσεων και την επέκτασή τους, αλλά να αναδείξουμε τις διαχρονικές ευθύνες των συνδικαλιστικών πλειοψηφιών ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ. Οι διευκολύνσεις που παρείχαν στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ για την προώθηση των αποκρατικοποιήσεων ήταν τεράστιες. Οι συνδικαλιστικοί ταγοί στις πρώην ΔΕΚΟ με τη γραμμή ταξικής ενσωμάτωσης και συμβιβασμού δημιούργησαν έναν ιστό ο οποίος παγίδευσε και εγκλώβισε συνειδήσεις με αποτέλεσμα η αντίδραση των εργαζομένων στις επίμαχες επιχειρήσεις να μην είναι αντάξια της αντιλαϊκής επιδρομής.
Η κριτική μας ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του '90 μέχρι και τις μέρες μας, περίοδος στην οποία συντελέστηκαν βαθιές τομές που έδωσαν ώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και στη λειτουργία των κρατικών και ημικρατικών επιχειρήσεων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Για τις Τηλεπικοινωνίες
Η πρώτη «απόπειρα» ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ ξεκίνησε το 1992 επί κυβέρνησης ΝΔ, με στόχο να περάσει στα χέρια των ιδιωτών καπιταλιστών το 35% της επιχείρησης και το μάνατζμεντ στο στρατηγικό επενδυτή. Τότε οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ - στα πλαίσια της αντικυβερνητικής τακτικής - είχαν τη θέση για 1 μετοχή του ΟΤΕ στο Δημόσιο. Οταν το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε το τιμόνι της κυβερνητικής εξουσίας, η «αμετακίνητη» θέση της ΠΑΣΚΕ για 100% δημόσιο ΟΤΕ μεταβλήθηκε, στηρίζοντας το νόμο του ΠΑΣΟΚ που όριζε την εισαγωγή του ΟΤΕ στη Χρηματιστήριο, μετοχοποιώντας τον Οργανισμό (είσοδος ιδιωτών) μέχρι και 24%.
Το άλλοθι της αποδοχής της μετοχοποίησης του ΟΤΕ ήταν η κυβερνητική δέσμευση για τη διασφάλιση του Κανονισμού του προσωπικού. Δηλαδή, ότι δήθεν δε θα θιγούν τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων της επιχείρησης. Ο νόμος αυτός ενεργοποιήθηκε ουσιαστικά το 1996, οπότε και εκποιήθηκε μέσω μετοχοποίησης τον επόμενο χρόνο το 12% περίπου.
Οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ για να θεμελιώσουν θεωρητικά τη στάση τους σε σχέση με το 1992, προέβαλαν το επιχείρημα της ανάγκης που υπάρχει μέσω της ιδιωτικοποίησης να αντληθούν κεφάλαια που μπορούν να συνδράμουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ΟΤΕ. Το 1997, τη χρονιά που ο ΟΤΕ μπαίνει στο χώρο της κινητής τηλεφωνίας, δημιουργούνται παράλληλα οι πρώτες θυγατρικές εταιρείες (π.χ. COSMOTE), που δρομολογούν τη λειτουργία της επιχείρησης με αμιγώς ιδιωτικά - οικονομικά κριτήρια. Σαν παράδειγμα αναφέρουμε ότι εκείνη την περίοδο, σε συμφωνία με τις συνδικαλιστικές πλειοψηφίες, ορίζεται από τη διοίκηση του ΟΤΕ το εργασιακό καθεστώς όσων προσλαμβάνονται στις θυγατρικές του ΟΤΕ να είναι όμοιο με εκείνο του ιδιωτικού τομέα, πράγμα που οδήγησε σε μειωμένους μισθούς, αυξημένα ωράρια, ελαστικές εργασιακές σχέσεις... Να σημειώσουμε, ότι στελέχη κυρίως της ΠΑΣΚΕ διορίστηκαν στις διευθύνσεις των νεοϊδρυθέντων θυγατρικών του ΟΤΕ.
Η συναίνεση του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού συνεχίζεται με αμείωτη ένταση.
Στήριξαν το νόμο 2648/2000 που κατάργησε το πλειοψηφικό πακέτο 51% του Δημοσίου και το κατέβασε στο 33%. Η δικαιολογία της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, ήταν ότι πέτυχαν την καλύτερη δυνατή λύση, αφού το κράτος διατηρεί το μάνατζμεντ και διασφαλίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Σε σχέση με το δεύτερο, το οποίο είναι πέρα για πέρα αναληθές:
-- Πρώτο, από το 1996 μέχρι το 2005 το προσωπικό του ΟΤΕ μειώθηκε κατά 18.000 άτομα (μέσω κινήτρων αποχώρησης), εντατικοποιώντας έτσι την εργασία και προετοιμάζοντας το έδαφος για να παραδοθεί ο Οργανισμός στα μονοπώλια με ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κερδοφορίας τους.
-- Δεύτερο, από το 1998 μέχρι το 2002 ο ΟΤΕ κάλυπτε κάποιες ανάγκες του σε προσωπικό, μέσω εργαζομένων που δανειζόταν από τους εργολάβους που αναλάμβαναν έργα του Οργανισμού. Το εργασιακό καθεστώς των τελευταίων βρισκόταν πολύ κάτω από το καθεστώς των μονίμων υπαλλήλων. Ακολουθήθηκε δηλαδή μια πορεία αντικατάστασης του προσωπικού που συνταξιοδοτούνταν με εργαζόμενους με συρρικνωμένα δικαιώματα, με στόχο την παγίωση της εργασιακής ζούγκλας μέσα στην επιχείρηση.
Το 2005 η ηγεσία της ΟΜΕ-ΟΤΕ άφησε κατά μέρος και τις όποιες αντικυβερνητικές ρητορικές εναντίον της ΝΔ και συναποφάσισε με τη διοίκηση του ΟΤΕ οι νέες προσλήψεις να μη γίνονται με συμβάσεις αορίστου χρόνου και ο μισθός τους να μη συμπεριλαμβάνει τα επιδόματα που λαμβάνουν οι μόνιμοι υπάλληλοι του ΟΤΕ, πράγμα που έχει σαν συνέπεια προσλήψεις με μειωμένους μισθούς.
Το επισφράγισμα αυτών των εξελίξεων ήρθε με το Νόμο 3429, στο όνομα της αντιμετώπισης των ελλειμμάτων, ο οποίος κατάργησε και το Γενικό Κανονισμό προσωπικού, ανοίγοντας το δρόμο για την παράδοση του Οργανισμού στους ιδιώτες, «καθαρίζοντάς» τον από τα «βάρη των εργασιακών κατακτήσεων.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, αντίστοιχη ήταν, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, και η θέση της ΔΑΚΕ, η οποία στο μόνο που επέμενε ήταν να παραμείνει το 51% του ΟΤΕ και το μάνατζμεντ υπό δημόσιο έλεγχο.
Κατά τα άλλα, συναίνεσε σε όλα εκείνα τα μέτρα που προωθούνταν για την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας, καθώς και όλα εκείνα τα οποία ωθούσαν στην επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων.
Η «Αυτόνομη Παρέμβαση», στην ίδια κατεύθυνση, παρά τις αριστερίζουσες κορόνες, αποδέχτηκε την αρχή της προώθησης της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης, με όλα τα συνακόλουθα, φαλκίδευση εργασιακών κατακτήσεων, συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης κλπ. Συγχρονίστηκε με τις επιλογές της ΠΑΣΚΕ, παρέχοντάς της αριστερό άλλοθι. Κορωνίδα της φιλομονοπωλιακής τους γραμμής αποτέλεσε η πλήρης συμφωνία τους με την ίδρυση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η οποία συνιστούσε ένα εργαλείο αποκρατικοποιήσεων στον κρίσιμο τομέα των τηλεπικοινωνιών, στο όνομα της επιβολής κανόνων στον ανταγωνισμό, καθώς και κρατικός εγγυητής της κερδοφορίας των μονοπωλίων που λυμαίνονται τον τομέα των Τηλεπικοινωνιών.
Για τη ΔΕΗ
Το 1990 έγινε η πρώτη απόπειρα ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ με τη μέθοδο BOO (η κυριότητα μεταβιβάζεται ως αντάλλαγμα στον ανάδοχο του έργου) και BOOT (ο ανάδοχος αποκτά το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου για ορισμένο χρονικό διάστημα), που αποτελεί μορφή παραχώρησης μιας δημόσιας λειτουργίας σε μονοπωλιακούς ομίλους. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι κάτω από το βάρος των κινητοποιήσεων των εργαζομένων η προσπάθεια αυτή ματαιώθηκε. Η θέση της ΠΑΣΚΕ εκείνη την εποχή ήταν ΔΕΗ 100% δημόσια. Η θέση αυτή μεταβλήθηκε άτυπα μετά το 1993. Υποστηρίζοντας τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στήριξε την απελευθέρωση - ιδιωτικοποίηση της Ηλεκτρικής Ενέργειας. Ορισμένα παραδείγματα...
Από το 1992, χρονιά θεμελίωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, μέχρι το 1999 συντελέστηκαν τα εξής: Την εν λόγω Συνθήκη (άρθρο 129Β), που περιείχε τις απαραίτητες αποφάσεις για την εισαγωγή του ανταγωνισμού στην αγορά της Ηλεκτρικής Ενέργειας, την υπερψήφισαν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ. Κατ' επέκταση τη στήριξαν και οι συνδικαλιστικές τους παρατάξεις, μιλώντας για νέους ορίζοντες ευκαιριών μέσα στο «ευρωπαϊκό όραμα». Στη συνέχεια, έχουμε σειρά προσπαθειών για να δομηθεί το απαραίτητο για την ιδιωτικοποίηση θεσμικό πλαίσιο σε συνταγματικό επίπεδο.
Μετά την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ στην ελληνική Βουλή από τα κόμματα ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ, που στρατηγική κατεύθυνσή της αποτελεί η απελευθέρωση της Ηλεκτρικής Ενέργειας, έχουμε την ψήφιση από την ΕΕ μιας σειράς οδηγιών (96/92, 2001/77, 2003/54), οι οποίες εφαρμόστηκαν στη χώρα μας από νόμους που ψήφισαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στην αρχή και στη συνέχεια της ΝΔ (2773/99, 3175/2003, 3426/2005), κώδικες και ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν την κερδοφορία των μεγάλων μονοπωλιακών συμφερόντων.
Το 1995 ψηφίζεται από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ νόμος για την προώθηση - ιδιωτικοποίηση της εκμετάλλευσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Το 1999, έτος σταθμός για την παράδοση της παραγωγής, διανομής και πώλησης της Ηλεκτρικής Ενέργειας, ψηφίζεται ο Νόμος 2773 που δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις, προκειμένου να αρχίσει η «απελευθέρωση» - ιδιωτικοποίηση της αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Η ΔΕΗ εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Ιδρύεται η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) και ο Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ (ΔΕΣΜΗΕ), με τη σύμφωνη γνώμη των συνδικαλιστικών ηγεσιών στη ΓΕΝΟΠ, στο όνομα της τήρησης των κανόνων του υγιή ανταγωνισμού. Εκτοτε ακολουθεί η μετοχοποίηση της ΔΕΗ μέχρι και το 2006 σε τρεις δόσεις. «Φωτεινό» παράδειγμα είναι η δημιουργία ιδιωτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Θεσσαλονίκη με ιδιοκτήτη τα ΕΛΠΕ, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό ανήκουν σε μονοπωλιακούς ομίλους.
Ψηφίζεται το 2005 o Νόμος 3426, προσαρμοσμένος στις νέες ανάγκες που προκύπτουν για το μεγάλο κεφάλαιο, με τον οποίο επιταχύνονται οι διαδικασίες για την επέκταση της απελευθέρωσης της Ενέργειας.
Το 2010, κατ' εφαρμογή των κατευθύνσεων του Μνημονίου, είναι έτοιμο νομοσχέδιο, με τη σύμφωνη γνώμη της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ και του ΣΥΝ, για δημιουργία θυγατρικών της ΔΕΗ στη μεταφορά και διανομή, με στόχο την επιτάχυνση της ιδιωτικοποίησης.
Σε όλη αυτή την πορεία ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ οι συνδικαλιστικές ηγεσίες (ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΣΥΝ) στη ΓΕΝΟΠ ακολούθησαν μια πορεία πλήρους συμπόρευσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου στον τομέα της Ηλεκτρικής Ενέργειας. Σε όλες τις αρνητικές αλλαγές που συντελέστηκαν, με σταθμούς τα παραπάνω, και όχι μόνο, δεν πρόβαλαν την παραμικρή αντίσταση, πλην της περιόδου 1990 - 1993, αλλά έκαναν ό,τι πέρναγε από το χέρι τους για να καλλιεργούν αυταπάτες, ότι είναι δυνατόν να διασωθούν οι κατακτήσεις των εργαζομένων στη ΔΕΗ, παρά το τσουνάμι των αντιλαϊκών εξελίξεων. Το μόνιμο άλλοθι της πλήρους στήριξης που παρείχαν στις κυβερνητικές επιλογές για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ήταν και είναι, ότι, εφόσον ανήκουμε σαν χώρα στην ΕΕ, στο «παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον», το... πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, καλλιεργώντας έτσι τη μοιρολατρία στους εργαζόμενους για τα αντιλαϊκά συμβαίνοντα και αποκρύπτοντας τις τεράστιες ευθύνες τους για τη στήριξη που προσέφεραν σε όλες τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις σε βάρος του λαού.
Εσπερναν τις αυταπάτες και τον εφησυχασμό στους εργαζόμενους, ότι μέσα στις ομοβροντίες των αντιλαϊκών μέτρων οι εργαζόμενοι της επιχείρησης μπορούν να βγουν αλώβητοι. Αδιαμφισβήτητο παράδειγμα αποτελεί η μνημειώδης συμφωνία της ΓΕΝΟΠ με το Νόμο 2773/1999, με το πρόσχημα ότι διασφαλίζεται η ασφαλιστική περιουσία των Ταμείων της ΔΕΗ, η οποία είναι ενσωματωμένη στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας.
Οι κατά καιρούς λεονταρισμοί και οι «αντι-νεοφιλελεύθερες» και εσχάτως αντιμνημονιακές πομφόλυγες σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν τη συμπαράταξή τους με τις λογικές του ευρωμονόδρομου και τις φιλομονοπωλιακές αναδιαρθρώσεις.
Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε, ότι στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και οι τρεις παρατάξεις ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΑΠ συνέπλεαν εξολοκλήρου σε όλη τη διαδρομή της ΓΕΝΟΠ, αποδεικνύοντας ότι οι παρατάξεις αυτές, παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, είναι συγκοινωνούντα δοχεία και επικίνδυνες για τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα, τηρουμένων πάντα των αναλογιών.
Μπροστά στις ραγδαίες αρνητικές εξελίξεις των ιδιωτικοποιήσεων η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ προβάλλει, για να στηρίξει τη δήθεν διαφωνία της με την ιδιωτικοποίηση, το επιχείρημα ότι «δε χρειάζεται καμία τομή που να «απελευθερώνει» περαιτέρω την αγορά της Ενέργειας, γιατί ήδη είναι απελευθερωμένη, γιατί υπάρχουν ιδιώτες στο χώρο της Ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο είναι πασίδηλη η συμφωνία τους με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, συνεχίζουν με τον ίδιο ρυθμό να προκαλούν σύγχυση στους εργαζόμενους και να τους εγκλωβίζουν σε λογικές του τύπου «ό,τι και αν γίνει εμείς μπορούμε να τη γλιτώσουμε, γιατί η επιχείρηση είναι κερδοφόρα»... Βεβαίως, οι εξελίξεις έχουν βοηθήσει σημαντική μερίδα των εργαζομένων να εξάγουν συμπεράσματα. Ομως, η διαβρωτική άλωση των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΑΠ στα συνδικαλιστικά δρώμενα του χώρου έχει παθητικοποιήσει ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων.
Είναι ώρα μεγάλης ευθύνης για την εργατική τάξη της χώρας
Η γραμμή του εργοδοτικού/ κυβερνητικού συνδικαλισμού, παρά τις όποιες διαφορετικές αποχρώσεις από εργασιακό σε εργασιακό χώρο, είναι ίδια. Τα παραπάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Σε μεγάλο βαθμό εκεί οφείλεται και το γεγονός, ότι οι αντιδράσεις των εργαζομένων στις πρώην ΔΕΚΟ και το Δημόσιο, παρά το ότι έχουν δεχθεί τη λυσσαλέα επιδρομή κυβέρνησης - κεφαλαίου - ΕΕ, είναι ασθενικές, συγκρινόμενες με το μέγεθος της επίθεσης.
Ο σκόπιμος εκφυλισμός, που αντικειμενικά απορρέει από τη γραμμή του εργοδοτικού συνδικαλισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα στις ΔΕΚΟ και στο Δημόσιο, οδήγησε χιλιάδες εργαζόμενους στην απογοήτευση και το συμβιβασμό. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των χώρων που ιδιωτικοποιούνται απέδειξαν παραπέρα, ότι ακόμη και την ύστατη στιγμή δεν έχουν ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα να συγκρουστούν με τις πολιτικές που καθαιμάσσουν τη ζωή των εργαζομένων.
Η κατάσταση αυτή είναι απότοκη των άρρηκτων δεσμών των παρατάξεων που αποτελούν τον κορμό του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού με τη στρατηγική της θωράκισης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων.
Στρατεύονται με την αντίληψη που παρουσιάζει την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν το φάρμακο για τα δεινά που υφίσταται η εργατική - λαϊκή οικογένεια, ενώ γνωρίζουν ότι είναι αυτή η ανάπτυξη, που πλήρωσαν οι εργαζόμενοι με βαρύ τίμημα και που οδήγησε στην καπιταλιστική κρίση.
Οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ και στο Δημόσιο επιβάλλεται, τώρα, ξεπερνώντας αγκυλώσεις και βαρίδια, να τους εγκαταλείψουν και να συσπειρωθούν γύρω από τη γραμμή του ΠΑΜΕ στα κλαδικά Σωματεία, στις Σωματειακές Επιτροπές, κλπ. Η αποστασιοποίηση των εργαζομένων από τα συνδικαλιστικά τεκταινόμενα των κατεστημένων συνδικαλιστικών σχημάτων στις ΔΕΚΟ και στο Δημόσιο, όταν δε συνοδεύεται από μαχητική συμμετοχή κάτω από τη σημαία της σύγκρουσης και της ρήξης με τα μονοπώλια είναι κενό γράμμα, είναι (ασυνείδητα) νερό στο μύλο της ταξικής συνεργασίας και υποταγής.
Είναι αδήριτη ανάγκη οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ να ισχυροποιήσουν το ΚΚΕ, το μόνο Κόμμα που μίλησε τη γλώσσα της αλήθειας για τα χειρότερα που έρχονται, προειδοποίησε έγκαιρα για την έκταση και το χαρακτήρα των ιδιωτικοποιήσεων. Το Κόμμα, που χωρίς ταλαντεύσεις και παλινωδίες έθεσε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα μονοπώλια και το λαό.
Μόνο το ΚΚΕ έχει κρυστάλλινη θέση για επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας 100% δημόσιες με κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, στο πλαίσιο μιας λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.

Του
Κώστα ΖΙΩΓΑ*
*Ο Κώστας Ζιώγας είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, μέλος του Τμήματος για την Εργατική Συνδικαλιστική Δουλειά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου